Παρουσιάζω σήμερα το κείμενο της ομιλίας του Τάκη Χ"Δημητρίου που έγινε ενώπιον πυκνού ακροατηρίου στο οίκημα της ΑΕΜ Μορφου στη Λεμεσό στις 23 Οκτωβρίου 2009.
Πρόκειται για μια πλήρως εμπεριστατωμένη ομιλία που πραγματεύεται το κυπριακό σε όλες του τις πτυχές και που κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Με μεστό λόγο, χωρίς χαρακτηρισμούς και ακρότητες, ο Τάκης Χ"Δημητρίου κατέδειξε την ανάγκη για λύση τώρα και δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας για το τι θα ακολουθήσει ενδεχόμενο ναυάγιο των συνομιλιών.
Ευχαριστώ το φίλο Τάκη για την καλοσύνη που είχε να μας παραχωρήσει το πλήρες κέιμενο της ομιλίας του.
Λύση ή κρίση
Του Τάκη Χατζηδημητρίου
Όταν αναφερόμαστε στο Κυπριακό θα πρέπει να έχουμε επίγνωση της σοβαρότητας του ίδιου του προβλήματός μας. Πως ένα όραμα ελευθερίας επισφραγίστηκε από τη μεγαλύτερη συμφορά της ιστορίας της Κύπρου τον Ιούλη του 1974, με το προδοτικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και την τούρκικη εισβολή και κατοχή που ακόμη συνεχίζεται. Και θα πρέπει να αναλογιστούμε πως ο αγώνας του λαού μας για ελευθερία από ένα λαμπρός κι ελπιδοφόρος προορισμός εξελίχτηκε σε μια επίμονη και σκληρή προσπάθεια για να περισώσουμε ότι μπορεί να περισωθεί.
Τώρα πια έφθασε η ώρα της αλήθειας. Τέλειωσε η περίοδος όπου ΕΚ και ΤΚ αναζητούσαμε χωριστά ο καθένας την δική του ελευθερία. Ούτε η ελευθερία των ΕΚ, με την ένωση, λογαριαζόταν από τους ΤΚ και δική τους ελευθερία. Ούτε η ελευθερία των ΤΚ με το ταξίμ ήταν ελευθερία για τους ΕΚ. Κι ούτε μπορεί να λογαριαστεί λύση η σημερινή κατάσταση με την κατοχή τη διαίρεση και τη γραμμή αντιπαράταξης στη καρδιά της Κύπρου.
Η αναζήτηση λύσης ύστερα από τόσες τραγικές εμπειρίες σημαίνει έξοδο από τα αδιέξοδα και σημαίνει επανένωση της κοινής μας πατρίδας.
Τώρα είναι η ώρα να υψώσουμε πάνω από τις διαφορές, πάνω από τα πένθη και τις καταστροφές ένα όραμα για την Κύπρο και το λαό της. Ένα κοινό όραμα. Το όραμα ότι όλοι είμαστε παιδιά αυτού του τόπου αυτής της γης, κι ότι όλοι αγαπούμε την πατρίδα μας, όλοι είμαστε εξ ίσου πατριώτες ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία κι ότι όλοι έχουμε κοινή μας πατρίδα ολόκληρη την Κύπρο κι όχι τη μισή. Θα πρέπει ακόμη να λογαριάσουμε ότι και ο πόνος είναι κοινός. Δεν είναι μονοπώλιο κανενός. Έχουμε εμείς χήρες και ορφανά, αλλά έχουν κι οι ΤΚ. Έχουμε οι ΕΚ αγνοούμενους αλλά έχουν κι οι ΤΚ. Έκαμαν οι ΤΚ και ο τουρκικός στρατός εγκλήματα; Έκαμαν. Αλλά εγκλήματα έγιναν κι από τους δικούς μας. Κι ας μη αρχίσουμε την καταγραφή και την αρίθμηση τους. Τo έγκλημα έχει ηθική διάσταση κι όχι αριθμητική. Και πολλές φορές υπαρχουν βάναυσα εγκλήματα που δεν είναι φόνοι. Κάμαμε και ΤΚ και ΕΚ εγκλήματα που στιγματίζουν την ιστορία του τόπου. Το ερώτημα όμως παραμένει: Τι σκοπεύουμε να κληρονομήσουμε στα παιδιά μας; Τη βία, το μίσος και την εκδίκηση; Τότε δε θα κάνουμε ποτέ ένα κράτος ειρήνης και δημοκρατίας. Θα κάνουμε κι άλλα νεκροταφεία, άλλους ήρωες κι άλλα αγάλματα. Στα παλιά μίση και πένθη θα προσθέσουμε νέα.
Αν όμως θέλουμε πραγματικά λύση αυτή θα υπάρξει μόνο με τη συμβίωση ΕΚ και ΤΚ. Θα πρέπει να εννοήσουμε ότι όσο εξακολουθεί να παραμένει άλυτο το Κυπριακό, η κατοχή θα συνεχίζεται, οι Ελληνοκύπριοι θα συρρικνώνονται σε ένα μίζερο νότο και οι Τουρκοκύπριοι θα λιγοστεύουν με την μετανάστευση και την εισροή των εποίκων. Για να επιβιώσουν οι ΕΚ θα πρέπει να επιβιώσουν και οι ΤΚ. Ισχύει και το αντίθετο, για να επιβιώσουν οι ΤΚ θα πρέπει να επιβιώσουν και οι ΕΚ. Κι αυτό μπορεί να γίνει μέσα σ’ ένα κράτος που από κοινού θα οικοδομήσουμε και θα στηρίξουμε, ένα κράτος της ειρήνης και της δημοκρατίας. Αυτό το πνεύμα πρέπει να υπηρετήσουμε και να ενθαρρύνουμε. Αυτό είναι το όραμα της κοινωνίας των πολιτών ΕΚ και ΤΚ που ενωμένοι κάνουν την παρουσία και το μήνυμα τους όλο και πιο αισθητό. Υπάρχουν άλλωστε άνθρωποι και στις δύο κοινότητες που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για το σκοπό αυτό με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τους Καβάζογλου και Μισιαούλη. Κι όσο συνεχίζεται το πρόβλημα και η διαίρεση το χρέος μας έναντι τους παραμένει ανεκπλήρωτο.
Για να φτάσουμε σε λύση θα πρέπει να λογαριάσουμε και τη Τουρκία. Δεν είναι αρκετό να την παρουσιάζουμε σαν το αιμοσταγή τύραννο και κατακτητή. Ναι, η εισβολή και η κατοχή, που κι αυτή δεν έγινε από μόνη της, είναι ένα συνεχιζόμενο έγκλημα εναντίον της Κύπρου. Όμως για πολλούς λόγους επιλέξαμε την ειρηνική διπλωματική λύση του Κυπριακού. Κι ο δρόμος του μέλλοντος είναι ο δρόμος της εξυπηρέτησης των κοινών συμφερόντων. Η παρουσία των ΤΚ και η γειτονία της Κύπρου με την Τουρκία κάνουν επιβεβλημένη τη μελλοντική συνεργασία. Εμείς αυτή τη πορεία πρέπει να υποστηρίζουμε. Να δούμε, πέραν από το στρατό κατοχής και τις αλλαγές που γίνονται, έστω και με βραδύ ρυθμό, στη κοινωνία της Τουρκίας και στον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Αξιοσημείωτες είναι και οι αλλαγές στις διεθνείς της σχέσεις. Η βελτίωση των σχέσεων με την Αρμενία η αποκατάσταση στενών σχέσεων με τη Συρία, όπως και η μεταβολή στην προσέγγιση του Κουρδικού είναι ένα σημαντικά γεγονότα που πρέπει να τα δούμε με ιδιαίτερη προσοχή.
Θα πρέπει να προβληματιστούμε, τι σημαίνουν για την Κύπρο οι αλλαγές αυτές και μέχρι που σημείου την επηρεάζουν. Κι όσοι τις χαρακτηρίζουν ως ένα αποκλειστικά και μόνο επικοινωνιακό κόλπο κάνουν λάθος. Αυτό το λάθος έγινε το 2004 και δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Αλλαγές όμως και μάλιστα θεμελιακές σημειώθηκαν και στο Κυπριακό.
Ν’ αρχίσουμε από την πιο βασική αλλαγή. Η Ένωση και ο κίνδυνος ελληνικής περικύκλωσης που η Τουρκία επικαλείτο για να δικαιολογεί την επιθετικότητα της εναντίον των Ελληνοκυπρίων δεν υπάρχει πια. Εκείνοι οι Ελληνοκύπριοι που σήμερα την επικαλούνται είναι λίγοι ακροδεξιοί και σωβινιστές. Κι οι Τουρκοκύπριοι που την αναφέρουν ως απειλή ζουν ακόμη την εποχή του ταξίμ. Τα γεγονότα κι οι εμπειρίες έκαναν την ένωση παρελθόν. Η ανάμιξη της Ελλάδας, πολιτική και στρατιωτική, στα εσωτερικά της Κύπρου έχει από καιρό τερματιστεί. Είναι πια καιρός να τερματιστεί κι η Τουρκική εισβολή και κατοχή των 37% της Κύπρου που έγινε σε άλλες εποχές και κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Στη διεθνή του πτυχή το Κυπριακό είχε περιπλακεί στα πλοκάμια του ψυχρού πολέμου. Η Κύπρος ονομαζόταν Κούβα της Μεσογείου, ο Μακάριος ερυθρός παπάς και προβαλλόταν ο κίνδυνος της κομμουνιστικοποίησης της. Για ν’ αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο Ελλάδα και Τουρκία, και με τη σύμφωνη γνώμη των Δυτικών συμμάχων τους, πρότειναν τις δικές τους λύσεις που είχαν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό: Τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διανομή της Κύπρου μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή τη λύση οι Ελληνικές Κυβερνήσεις της εποχής εκείνης και οι εγχώριοι εθνικιστές ονόμασαν ένωση με ανταλλάγματα. Πιο προχωρημένη διατύπωση αναφερόταν στη διπλή ένωση ή διχοτόμηση. Αυτήν την ορολογία προτιμούσαν οι Τουρκικές Κυβερνήσεις και αυτήν είχε κατά νου ο Ιωαννίδης όταν διέτασσε το πραξικόπημα. Ο Ψυχρός Πόλεμος όμως έπαυσε πριν είκοσι χρόνια και μαζί του έπαυσε να υπάρχει και ο λεγόμενος κομμουνιστικός κίνδυνος.
Οι νέες συνθήκες διαφοροποίησαν και τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων. Στο παρελθόν δεν ήθελαν την Κύπρο ελληνική, όταν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, και δεν την θέλουν τουρκική, παρόλο που υπάρχει στο νησί 35.000 κατοχικός στρατός. Δεν ήθελαν, ούτε θέλουν, να ελέγχεται η Ανατολική Μεσόγειος από μια και μόνο χώρα της περιοχής. Με αυτή τη λογική παραμερίζουν και τη διχοτόμηση και εμφανίζονται να προτιμούν, ένα μικρό, ανεξάρτητο κι αδύνατο κράτος, πάντως χωριστό, από τις μητέρες πατρίδες. Η προτίμηση αυτή των ισχυρών, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, που είναι και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, βολεύει κι εμάς στα βασικά μας αιτήματα. Η ίδια η Κύπρος δεν έχει άλλα στρατηγικά συμφέροντα πέραν της διάσωσης του κράτους και του λαού της , όπως και της διασφάλισης της ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας με όλες τις χώρες της περιοχής.
Σε όλα αυτά προστέθηκε μια άλλη μεγάλη αλλαγή που αλλάζει συνολικά τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του Κυπριακού προβλήματος: Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη στιγμή που η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ κέντρο αναφοράς έγιναν οι Βρυξέλλες. Δεν είναι πια ούτε η Αθήνα ούτε η Άγκυρα. Είναι κρίμα που δε συνδυάστηκε το 2004 η λύση με την ένταξη. Όμως το νέο αυτό πλαίσιο είναι εκεί ανοικτό και προσφέρει τη μόνη δυνατότητα ξεπεράσματος παλαιών αντιθέσεων και συγκρούσεων. Είναι μέσα στην ΕΕ που θα γίνει κατορθωτή μια νέα ισορροπία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και μεταξύ Κύπρου και Μεγάλων Δυνάμεων. Κι είναι με αυτή τη λογική που θα πρέπει να γίνει και η αξιολόγηση του Δεκέμβρη. Εξ άλλου ο οδικός χάρτης της Ελληνικής Κυβέρνησης αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί. Στην επιδίωξη του αμοιβαίου οφέλους όπως συνέβει επανειλημμένα στο παρελθόν. Στην ΕΕ Αναζητούνται συμμαχίες. Το «έστω και μόνοι» που ακούγεται συχνά τον τελευταίο καιρό δε το αντέχει καμιά χώρα ούτε κι αυτές οι ΗΠΑ.
Όλες αυτές οι εξελίξεις ορίζουν και τις παραμέτρους των συνομιλιών Χριστόφια - Ταλάτ. Κι είναι γι’ αυτό που οι προσδοκίες για λύση είναι αυξημένες. Ο λαός παρακολουθεί τις συνομιλίες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συζητά , ρωτά , αγωνιά. Προσπαθεί μέσα από τον κυκεώνα των δηλώσεων και αντεκλήσεων να ανακαλύψει κάποιο μήνυμα. Ίσως μάλιστα λόγος των αντεκλήσεων να είναι η αίσθηση ότι η λύση είναι δυνατή. Το βέβαιο είναι ότι ποτέ στα τελευταία πέντε χρόνια το ενδιαφέρον του κυπριακού λαού δεν ήταν τόσο έντονο όσο είναι αυτήν την εποχή. Οι προσεχείς μήνες προβλέπονται δύσκολοι και κοπιώδεις, όλο έγνοια και αγωνία. Ο δεύτερος γύρος των συνομιλιών θα οδηγήσει σε λύση ή σε κρίση. Αυτή είναι μια ολοφάνερη αλήθεια που όταν όμως λέγεται προκαλεί επιφυλακτικότητα αν όχι και δυσπιστία. Μέσα στην ορολογία για το Κυπριακό υπάρχει μια εκδηλωμένη, ίσως και δικαιολογημένη, αντιπάθεια σε δύο όρους. Ο ένας είναι αυτός που λέγει ότι « Το Κυπριακό μπήκε σε νέα κρίσιμη περίοδο» και ο άλλος ότι, «Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία λύσης του Κυπριακού».
Όμως, ποιος όρος που αναφέρεται στις κυπριακές καταστάσεις δεν είναι από καιρό φθαρμένος; Οι όροι μπορεί να έχουν φθαρεί από την κατάχρηση που τους έχει γίνει, υπάρχει όμως και η πραγματικότητα που επιμένει και λέγει ότι τους προσεχείς μήνες η Κύπρος θα διέλθει μια νέα κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της και πιθανότατα καθοριστική για το μέλλον της. Αυτό επιβεβαιώνει το αξίωμα ότι στην πολιτική η κάθε στιγμή έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία. Κι όλα τελικά εξαρτώνται από τη συσχέτιση των δυνατοτήτων και των επιδιώξεων μέσα στο δεδομένο διεθνές και τοπικό περιβάλλον τη συγκεκριμένη στιγμή.
Για να γίνονται τώρα συνομιλίες σημαίνει ότι έχουν προοπτική και δυνατότητα θετικής κατάληξης. Κι οι ηγέτες που έχουν επιφορτισθεί με την ευθύνη τους είναι δεσμευμένοι έναντι της ιστορίας να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα που τους προσφέρεται για την επίτευξη της λύσης. Στην προηγούμενη φάση, αποτυχία στις συνομιλίες ήταν επιτυχία των ηγετών. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους Χριστόφια και Ταλάτ. Αποτυχία στην ανεύρεση λύσης θα είναι και δική τους αποτυχία. Θα είναι και ευρύτερη αποτυχία των μετριοπαθών ανθρώπων και του ευρύτερου πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος που στηρίζει τις συνομιλίες προσδοκεί κι ελπίζει στη λύση. Θα είναι αποτυχία για την Κύπρο και το λαό της.
Μπροστά, σ’ αυτό το κίνδυνο προβάλλει το ερώτημα:
Υπάρχει δυνατότητα ή προοπτική λύσης του Κυπριακού; Εμείς προτιμούμε ν’ αντιστρέψουμε το ερώτημα: Υπάρχει δυνατότητα επιβίωσης της Κύπρου και του λαού της, στο σύνολο του, χωρίς λύση;
Το Κυπριακό έχει πια φθάσει στα όρια του κι άρχισε κιόλας να διαφαίνεται η μελλοντική διλημματική κατάσταση. Ή θα πάμε για λύση ή θα κηρυχτεί πρόβλημα που δεν επιδέχεται λύση.
Και πρώτα η λύση. Λύση δε σημαίνει μια νέα ευτυχισμένη αρχή. Δε σημαίνει ότι ξαφνικά θα χαράξει μια νέα μέρα, ωσάν να μην υπήρξε το χθες. Για να οικοδομήσουμε τη λύση θα πρέπει να ξεπεράσουμε πολλές αδυναμίες και προβλήματα , πάθη και αθλιότητες του παρελθόντος. Η λύση θα αποτελέσει μια πρόκληση, μια δυνατότητα, για ένα διαφορετικό μέλλον. Και στο βαθμό που έχουμε διδαχτεί από το παρελθόν, θα πρέπει να έχουμε μάθει ότι αυτά που συμφωνούμε πρέπει να τα τηρούμε, κι ακόμη ότι, όταν παρουσιάζονται προβλήματα, θα έχουμε κοινό συμφέρον να τα επιλύουμε κι όχι να κλιμακώνουμε τις κρίσεις επιζητώντας τη σύγκρουση, όπως συνέβει στα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας. Με την επίλυση των διαφορών που θα προκύπτουν τα προβλήματα της λύσης θα γίνονται με την πάροδο του χρόνου όλο και λιγότερα.
Αντίθετα τα προβλήματα της παράτασης του αδιεξόδου θα γίνονται με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερα και θα επηρεάζουν αρνητικά τη ζωή όλων μας. Η αποτυχία στις διαπραγματεύσεις δε θα φέρει κάποιο βελούδινο διαζύγιο. Εκείνο που θα ακολουθήσει θα είναι κρίση και ένταση, σύγκρουση και ρήξη. Θα εκθρέψει τον εξτρεμισμό, εθνικισμό και ρατσισμό. Κι αυτό γνωρίζουμε τι σημαίνει: Γκρίζους λύκους ανάμεσα στους ΤΚ και εθνικιστικές, χωριστικές και φασιστοειδείς, καταστάσεις ανάμεσα στους ΕΚ. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πως θα επηρεαστεί και πως θα αντιδράσει η γραμμή των 180 χλμ της στρατιωτικής αντιπαράταξης.
Υπάρχουν όμως και οι άμεσες πολιτικές και διπλωματικές επιπτώσεις. Αν οι συνομιλίες αποτύχουν και το βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου συνδεθεί στενότερα με την Τουρκία ποιες θα είναι οι συνέπειες για την ΚΔ; Αν η Τουρκία πάρει άλλες πρωτοβουλίες όπως τη φημολογούμενη αναγνώριση της Κ.Δ. στα εδάφη που σήμερα ελέγχει, και ταυτόχρονα εφαρμόσει το πρωτόκολλο της Άγκυρας ποια θα είναι η θέση μας; Θα είμαστε ικανοποιημένοι ότι διασώσαμε την Κ.Δ.; Αυτή είναι η Κ.Δ. που θέλουμε;
Ορισμένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι αν ούτε αυτή τη φορά λυθεί το Κυπριακό, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για την εφαρμογή ενός σχεδίου «Β». Τι είναι όμως το σχέδιο «Β»; Διατήρηση του στάτους κβο; Δεν υπάρχει όμως στάτους κβο με αδιατάρακτα τα σημερινά δεδομένα. Οι έποικοι αυξάνονται, το περιουσιακό αλλοιούται , ο χρόνος εδραιώνει τα πολιτικά και νομικά τα δεδομένα της κατοχής. Δε μπορεί παρά να γνωρίζουν οι υποστηρικτές του σχεδίου «Β» τις δυσμενείς εξελίξεις της παράτασης του προβλήματος. Νέο αδιέξοδο παίρνει την Κύπρο πιο κοντά στη διχοτόμηση. Μήπως όμως οι υποστηρικτές του σχεδίου «Β» είναι αυτό που μεθοδεύουν αλλά δεν τολμούν να την ονοματίσουν; Τη δεύτερη καλύτερη, όπως λέχθηκε, γι’ αυτούς λύση;
Όμως δε λείπουν κι εκείνοι που προχωρούν αδίστακτα και μεθοδικά στη προβολή της διχοτόμησης ως μιας πρότασης που δε πρέπει να τη φοβόμαστε. Αυτό ακούστηκε από χείλη που δεν έπρεπε να το εκστομίσουν κι αυτό λέγει με σαφήνεια το βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε ο «Φ» και που υποστηρίζει ανοικτά και απερίφραστα τη διχοτόμηση. Κι αυτό είναι τουλάχιστο τίμιο. Σου λέει ακριβώς τι επιδιώκει. Από την ίδια εφημερίδα κυκλοφόρησε κι ένα άλλο ύπουλο βιβλίο, δήθεν συμβιβαστικό, που ορίζει ως λύση την εμμονή στο κράτος που προέκυψε μετά τα γεγονότα του 1963 με όλες τις μονομερείς αλλαγές του Συντάγματος που οι ΕΚ βουλευτές επέφεραν μονομερώς. Αυτή είναι η συμβιβαστική λύση που υποστηρίζουν και που φυσικά μόνο αυτοί αποδέχονται και κανένας άλλος. Και ως εκ τούτου την επ’ αόριστο παράταση της διαίρεσης.
Ο επίσημος αρθρογράφος της εφημερίδας ξεκαθαρίζει ακόμη καλύτερα το σκεπτικό που υπάρχει γύρω απ’ αυτές τις προτάσεις. « Μήπως, γράφει στις 9.10.2009, θα ήταν σοφότερο να τους καλέσουμε ( όλους τους ΤΚ) και να τους βοηθήσουμε να εγκατασταθούν στις ελεύθερες περιοχές, ώστε, να δει η διεθνής κοινότητα, που τώρα κλείνει τα μάτια ότι δεν είναι η Κυπριακή Δημοκρατία που τους κρατά απομονωμένους αλλά η Τουρκία; Στο κάτω – κάτω τι θα πάθουμε με 70.000 Τουρκοκύπριους αδελφούς, μπροστά στις 150.000 αλλοδαπούς με τους οποίους ζούμε αρμονικά»; Το ότι μια τέτοια σκέψη σημαίνει ολοκληρωτική εγκατάλειψη της πέραν της γραμμής Αττίλα Κύπρου στους έποικους και τη Τουρκία δεν φαίνεται ανησυχεί την εφημερίδα. Και να μη μας πει η εφημερίδα ότι είναι μόνο μια υποθετική πρόταση γιατί ακόμη κι έτσι είναι δηλωτική μιας νοοτροπίας και μιας πολιτικής.
Ο αρθρογράφος λέγει σε υστερόγραφο. « Μη σπεύσουν τα γνωστά λαμόγια να μας πουν ότι υπονοούμε διχοτόμηση». Δεν το υπονοεί ο αρθρογράφος. Το υποστηρίζει. Κι όχι μόνο στο άρθρο του αυτό αλλά και σε πολλά άλλα κείμενα δικά του και συνεργατών της εφημερίδας.
Έτσι συλλογίζονται την Κύπρο οι αμετανόητοι πατριώτες; Τη μισή Κύπρο και ξεγράφουμε την άλλη μισή; Και σε μια διχοτομημένη Κύπρο πως θα διασφαλίσουμε τα συμφέροντα μας στα κατεχόμενα; Ποια πρόσβαση θα έχουμε στα πατρογονικά εδάφη; Ποια επιστροφή θα υπάρξει; Ποιες περιουσίες θα ανακτηθούν; Λέχθηκε ότι είναι προτιμότερη μια μικρή Κύπρος και δική μας παρά συνεταιρική με τους ΤΚ. Αυτό όμως δεν ισοδυναμεί με νέα και μάλιστα εθελούσια συρρίκνωση του Κυπριακού Ελληνισμού;
Ε ! Λοιπόν ήρθε η ώρα να πάψουμε τα τεχνάσματα και τις πονηρίες και να τοποθετηθούμε με σαφήνεια στο δίλημμα διχοτόμηση ή λύση. Κι όταν λέμε λύση εννοούμε συμβιβαστική που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Την Ομόσπονδη, Διζωνική, Δικοινοτική Κύπρο.
Τώρα είναι η ώρα των ηγετών. Ο λαός καταδίκασε τη στασιμότητα . Είδε να μαζεύονται απειλητικά τα σύννεφα της ολοκλήρωσης της καταστροφής που είχε αφετηρία τον Ιούλη του 1974 κι έδωσε την εντολή στο Χριστόφια για να χειριστεί την εθνική υπόθεση και ν’ αποτρέψει τη διχοτόμηση. Οι διαπραγματεύσεις είναι δύσκολες. Αποδείκτηκαν πιο δύσκολες απ’ ότι περιμέναμε. Να λέγεται όμως ότι δεν έγινε σ’ αυτές τίποτα είναι λάθος. Μπορεί τα πράγματα να μη είναι άσπρα, αλλά δεν είναι ούτε μαύρα. Οι συνθήκες αυτές υποχρεώνουν το συνομιλητή να επιμείνει πιο πολύ για την εξεύρεση λύσης. Και καθήκον του κάθε Κύπριου πατριώτη είναι να συμπαρασταθεί στον Πρόεδρο σ’ αυτή τη σκληρή του αναμέτρηση με τα κατοχικά δεδομένα. Ο μηδενισμός όμως των συνομιλιών και των μέχρι της στιγμής αποτελεσμάτων δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά άρνηση και υπόσκαψη τους. Τι ήταν εκείνο που ξέφυγε από επίσημο που είπε όταν προσφωνούσε το Παπανδρέου στη Βουλή ότι «τα αποτελέσματα είναι μηδαμινά»; Τι ήθελε να πει; Ότι οι συνομιλίες είναι άχρηστες ή ότι δεν είναι ο Πρόεδρος αποτελεσματικός; Είναι φανερό ότι ο Δημήτρης Χριστόφιας αντιμετωπίζει προβλήματα από εκείνους που έπρεπε να του συμπαρίστανται. Που ανακάλυψαν τις κόκκινες γραμμές που δήθεν ξεπέρασε ο Πρόεδρος; Αλλά ας μη ανησυχεί Ο Πρόεδρος από αυτές τις ανεδαφικές και αντιφατικές τοποθετήσεις. Την πολιτική του υποστηρίζουν πλατιά λαϊκά στρώματα, άνδρες και γυναίκες ανεξάρτητα από κομματική τοποθέτηση. Δε λείπουν ακόμη οι φωνές συμπαράστασης από εκεί που βρίσκονται και οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Από αυτό τον κύκλο των συνομιλιών περιμένουμε αποτελέσματα. Αντιλαμβανόμαστε ότι δεν θα τα μάθουμε παρά την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε φαίνεται οι πολιτικοί, ιδιαίτερα των μικρών κομμάτων, θα κάνουν δηλώσεις και θα υπάρξει ένας μεταξύ τους ανταγωνισμός σε πλειοδοσία και εξτρεμισμό. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα όταν εμφανιστεί προοπτική συμπλησίασης απόψεων ή και συμφωνίας σε ορισμένα σημεία. Η συμφωνία για το Λιμνίτη θεωρήθηκε περίπου ισοδύναμη με συνθηκολόγηση. Οι ακραίοι της κάθε πλευράς θλίβονται γιατί δε θα γίνουν στρατιωτικά γυμνάσια, να ρίξουν και πάλι εκ του ασφαλούς τον εχθρό στη θάλασσα. Παιγνίδια πολέμου που, πέραν του ότι γίνονται συνομιλίες, στοιχίζουν, σε ώρα οικονομικής κρίσης, εκατομμύρια Ευρώ. Κι είναι ακόμη αδιανόητα αυτά που ακολούθησαν την υποβολή πρότασης για εκ περιτροπής προεδρία με συμμετοχή τόσο ΕΚ όσο και των ΤΚ στην εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου. Δεν συμφωνούν οι κυβερνητικοί συνεταίροι με την πρόταση του Προέδρου Χριστόφια και ζητούν να αποφασίζουν για όλα οι ΕΚ. Κι όχι μόνο αυτό. Κάποιος επίγονος, νεοφώτιστος στην πολιτική, και αργότερα κάποιοι άλλοι, προνομιούχοι της κοινωνίας και της πολιτείας, και από καθέδρας πολιτικοί, σε μια στημένη τηλεοπτική εκπομπή, στημένοι κι αυτοί, χαρακτήρισαν ανίδεο, ποιο, τον Τουμάζο Τσελεπή, ένα τίμιο άνθρωπο με περγαμηνές σωφροσύνης και ανεκτίμητης προσφοράς μιας ολόκληρης ζωής στον αγώνα για την σωτηρία της Κύπρου. Έχω προσωπική γνώση του σεβασμού και της εκτίμησης που είχαν γι’ αυτό άλλοι εμπειρογνώμονες, δικοί μας και ξένοι πολύ πιο προσοντούχοι από τους προσκεκλημένους του Αντένα. Ιδιαίτερα επικαλούμαι την μαρτυρία του πρόωρα χαμένου Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και βουλευτή Γιώργου Παπαδημητρίου που τόσο εκτίμησε τη προσωπικότητα και τις γνώσεις του που του πρότεινε θέση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δυστυχώς φαίνεται να έλειψε από αυτό τον τόπο όχι μόνο η σοβαρότητα αλλά και το ήθος. Είναι μέσα σ’ αυτό το δύσκολο πολιτικό κλίμα που οι ηγέτες διαπραγματεύονται το μέλλον της Κύπρου. Έχουν ν’ αντιμετωπίσουν ακόμη δύσκολα θέματα, όπως το εδαφικό, το περιουσιακό, τους έποικους και το θέμα των εγγυήσεων. Τα ζητήματα αυτά χρειάζονται ειδικό χειρισμό, κάποιες νέες ιδέες και κύρια πολιτική βούληση που ας ελπίσουμε θα εκδηλωθεί.
Ο Χριστόφιας σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα δε έχει άλλη διέξοδο από του να στραφεί απ’ ευθείας στο λαό. Να μιλήσει προς τους συμπατριώτες του με ανοικτά χαρτιά και ν’ αναζητήσει τη δική τους βοήθεια. Ο λαός ήξερε τι ήθελε όταν ψήφιζε Χριστόφια. Το μόνο που τώρα χρειάζεται είναι σαφή πολιτικά μηνύματα πέραν και πάνω από τις φωνασκίες και το κουρνιακτό όσων έχουν κάνει επάγγελμα τη μεγαλοστομία και τις ανεδαφικές ακρότητες. Βαρεθήκαμε να τους ακούμε να μας λέγουν τι δε θέλουν. Καιρός είναι να μας πουν τι θέλουν. Κι αν συμφωνούν να συμπορευτούν, αν όχι να πουν ξεκάθαρα τη διαφωνία τους. Να παύσει ο κλεφτοπόλεμος και να υπάρξει τουλάχιστο ένας τίμιος και ανοικτός διάλογος.
Μετά την εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην Ελλάδα και την επίσκεψη του στην Κύπρο η θέση του Χριστόφια έχει σημαντικά ενισχυθεί. Η εκλογή στην Ελλάδα ενός πολιτικού κι ενός κόμματος που γνωρίζει ότι τα θέματα προωθούνται με το διάλογο και όχι με τη σύγκρουση, με την εξυπηρέτηση των αμοιβαίων συμφερόντων και όχι με την επιβολή του ενός πάνω στον άλλο, που μάχεται εναντίον της αποτελμάτωσης του Κυπριακού και αρνείται τη διχοτόμηση, θα συμβάλει και στη βελτίωση του κλίματος των συνομιλιών.
Είναι ντροπή κι αποκαλύπτει ανευθυνότητα και υπεροψία η στάση κάποιων Κυπρίων πολιτικών και δημοσιογράφων που μιλούν υποτιμητικά ή και υβριστικά για το Γιώργο Παπανδρέου, ένα πολιτικό που μαζί με το Σημίτη , τον Πάγκαλο και το Γιάννο Κρανιδιώτη πέτυχαν το μεγαλύτερο κατόρθωμα να κάνουν την Κύπρο μέλος της ΕΕ. Ύβριζαν κι εξακολουθούν να υβρίζουν το Γ. Παπανδρέου για τη θετική του στάση στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004. Δικαίωμα τους. Όμως γίνεται όλο και πιο αισθητό ότι τους έχει υπερφαλαγγίσει η ιστορία. Τώρα μέσα στον ελληνικό χώρο πνέει άλλος άνεμος λογικής πρωτοβουλιών κι αυτοπεποίθησης
Η Ελληνική πλευρά, σ’ αυτήν τη κρίσιμη περίοδο, θα πρέπει να εργαστεί με φαντασία, μετριοπάθεια κι ευελιξία, εκπέμποντας ταυτόχρονα το μήνυμα και τη πίστη, ότι η λύση είναι δυνατή. Από αυτή την αφοσίωση μας στον αγώνα για τη λύση θα κριθεί η πλευρά μας. Κι αν παρόλα αυτά η επίλυση δε γίνει κατορθωτή τότε θα γίνει αισθητό ότι η ευθύνη θα βαραίνει την Τουρκία με όλες τις πιθανές συνέπειες που τούτο θα συνεπάγεται. Και μια συνέπεια , ίσως κι η σοβαρότερη, είναι από τώρα γνωστή. Με άλυτο το Κυπριακό δε θα γίνει η Τουρκία μέλος της ΕΕ.
Τώρα υπάρχει μια νέα συγκυρία και ένα διεθνές ενδιαφέρον για τη ν εξεύρεση λύσης. Αυτή τη δυνατότητα δε πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Η εμπειρία του 2004 είναι διδακτική. Η αδυναμία της αξιοποίησης της συγκυρίας, άφησε πίσω της βαθύτατα τραύματα. Το Κυπριακό, πέντε χρόνια μετά, βρίσκεται σε πιο δύσκολη θέση, μ’ ενισχυμένο το ρόλο της Τουρκίας. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Το ξέρουν πιο καλά εκείνοι που μάχονται, που τολμούν, που διακινδυνεύουν, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα και της ευθύνης για λύση. Πρωταγωνιστής σήμερα είναι ο Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας. Ο λαός τον εξέλεξε με μια σαφή εντολή: Να εργαστεί για τη λύση του προβλήματος. Θα πρέπει να ξέρει ότι δε είναι μόνος. Στον αγώνα αυτό της ευθύνης και του καθήκοντος θα μας βρει συνεργάτες και υποστηρικτές. Θα συμπαραταχθούν μαζί του όλοι όσοι πονούν τον τόπο όλοι όσοι θέλουν να είναι Κύπριοι ολόκληρης της Κύπρου και όχι της μισής. Η Κύπρος μας περιμένει. Το ερώτημα για ΕΚ και ΤΚ είναι αν εμείς είμαστε αντάξιοι της, αν πραγματικά την αγαπούμε αν είμαστε αληθινοί πατριώτες.
Ομιλία στην ΑΕΜ Μόρφου 23.10. 2009
1 comment:
ετσιμισεν μας
Post a Comment